- πολυλιτάνευτος
- -ον, Απολύλλιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + λιτανευτός (< λιτανευω), πρβλ. ευ-λιτάνευτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυλιτάνευτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλιτάνευτον — πολυλιτάνευτος masc/fem acc sg πολυλιτάνευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλιτανεύτους — πολυλιτάνευτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυλιτανεύτων — πολυλιτάνευτος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)